ἐγερτέον
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
one must raise, E.Rh.690.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐγείρῃ, Εὐρ. Ρῆσ. 690.
Spanish (DGE)
1 fig. hay que levantar c. obj. concr. ἢ βοὴν ἐ.; E.Rh.690.
2 gram. hay que elevar el tono de una sílaba para convertirlo en agudo τὴν «τοι» συλλαβὴν ἐ. Hdn.Gr.2.155.
Greek Monotonic
ἐγερτέον: ρημ. επίθ. του ἐγείρω, αυτό που πρέπει κάποιος να εγείρει, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγερτέον: adj. verb. к ἐγείρω.