ἐκτραχηλισμός

From LSJ
Revision as of 06:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρᾰχηλισμός Medium diacritics: ἐκτραχηλισμός Low diacritics: εκτραχηλισμός Capitals: ΕΚΤΡΑΧΗΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: ektrachēlismós Transliteration B: ektrachēlismos Transliteration C: ektrachilismos Beta Code: e)ktraxhlismo/s

English (LSJ)

ὁ, beheading, decapitation, cutting the head off, cutting off the head, guillotining, bringing to the block, chopping off one's head, axing, decollating, Id.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ decapitación, Gloss.7.510.

Greek Monolingual

ο (AM ἐκτραχηλισμός)
εκτροπή σε αναίσχυντες πράξεις, αποχαλίνωση, αναίσχυντες πράξεις
νεοελλ.
1. απογύμνωση του τραχήλου ή και του στήθους
2. μία από τις λαβές του κεφαλιού κατά την πάλη, το κεφαλοκλείδωμα
μσν.
αποκεφαλισμός.