ἐμπαροινέω

From LSJ
Revision as of 06:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπαροινέω Medium diacritics: ἐμπαροινέω Low diacritics: εμπαροινέω Capitals: ΕΜΠΑΡΟΙΝΕΩ
Transliteration A: emparoinéō Transliteration B: emparoineō Transliteration C: emparoineo Beta Code: e)mparoine/w

English (LSJ)

aor. ἐνεπαροίνησα J.Ap.1.8:—behave like one drunken, Luc.Tim.14; act offensively, τινί to another, Ph.2.403, Luc.DDeor. 5.4; τοῖς πράγμασι J.AJ6.12.7; ἐ. ψεύσμασιν indulge recklessly in slanders, ib.20.8.3.

German (Pape)

[Seite 810] (s. παροινέω), im Rausche od. wie ein Betrunkener gegen Etwas verstoßen, Einen frech od. schimpflich behandeln, beleidigen, τινί, Luc. D. D. 5, 4; absol. ἐμπαροινήσει Tim. 14, im Weine schwelgen, sich gütlich thun.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπαροινέω: φέρομαι ὡς μεθυσμένος, Λουκ. Τίμ. 14· φέρομαι προσβλητικῶς, ὑβριστικῶς πρός τινα, ὁ αὐτὸς Θεῶν Δ. 5. 4· τοῖς πράγμασι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 12, 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se conduire comme un homme ivre : τινι envers qqn, càd l’insulter.
Étymologie: ἐν, παροινέω.

Spanish (DGE)

1 comportarse como un borracho Luc.Tim.14, παρὰ ταῖς μέθαις ἐμπαροινοῦντες Origenes M.11.477B, cf. Chrys.M.59.256
fig. comportarse como un borracho, e.d. de modo insultante u ofensivo de palabra o de obra, c. dat. δούλοις Ph.2.403, μέμνησο γοῦν οἷά μοι ... ἐμπαροινεῖς Luc.DDeor.8.4, τοῖς ὑπηκόοις Luc.Cat.26, cf. Alex.41, τοῖς πράγμασιν I.AI 6.265, cf. 20.154, τῷ τῆς ἱστορίας ὀνόματι λίαν ἀναιδῶς ἐνεπαροίνησαν I.Ap.1.46, ἔφησεν ἔμπουσάν τε καὶ λάμιαν ἐμπεπαρῳνηκέναι τῷ Μενίππῳ dijo que la empusa y la lamia le hacían cosas de borracho a Menipo Eus.Hierocl.35.24, ἐν τῇ παρούσῃ καταστάσει τιμωρίαν ὑπέχει ἐμπαροινήσας τῇ δοθείσῃ τιμῇ Iul.Ar.8.21, τῇ Ἑλένῃ Eust.237.13, c. constr. prep. ταῦτα εἰς ἀποστόλους ἐμπαροινεῖν οὐκ αἰσχύνονται y no se avergüenzan de lanzar estos insultos a los apóstoles Epiph.Const.Haer.30.16.3, τὰ ἀκοαῖς ἄπιστα κατ' ἀλλήλων ἐμπαροινοῦντες Eus.LC 13 (p.240).
2 maltratar σκίλλαις ἐμπαροινοῦσι Sch.Theoc.7.106-8a.

Greek Monotonic

ἐμπαροινέω: (ἐν), φέρομαι σαν μεθυσμένος, παραφέρομαι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπαροινέω: (в пьяном виде) наносить оскорбления, издеваться (τινα и τινι Luc.).

Middle Liddell

[ἐν]
to behave like one drunken, Luc.