ἐξαρνητικός

From LSJ
Revision as of 07:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαρνητικός Medium diacritics: ἐξαρνητικός Low diacritics: εξαρνητικός Capitals: ΕΞΑΡΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exarnētikós Transliteration B: exarnētikos Transliteration C: eksarnitikos Beta Code: e)carnhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, apt at denying, Ar.Nu. 1172.

German (Pape)

[Seite 872] ή, όν, zum Leugnen geschickt, geneigt, Ar. Nubb. 1172.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρνητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξαρνῆται, νῦν μέν γ’ ἰδεῖν εἶ πρῶτον ἐξαρνητικὸς κἀντιλογικὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 1172.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enclin à nier.
Étymologie: ἐξαρνέομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
de pers. capaz de negar, experto en rechazar, cóm. negador εἶ πρῶτον ἐ. κἀντιλογικός de entrada eres un negador (de las deudas ante los acreedores) y un contradictor Ar.Nu.1172, en controversias y refutaciones ἐ. τε καὶ καταφατικός τε ἦν κἀμφοτέρωθεν ἀντιλογικός Numen.27.

Greek Monolingual

ἐξαρνητικός, -ή, -όν (Α) εξάρνησις
αυτός που του αρέσει να αρνείται, να εναντιώνεται, να φέρνει αντιρρήσεις, αντιρρητικός («νῦν μὲν γ' ἰδεῖν εἰ πρῶτον ἐξαρνητικός», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐξαρνητικός: -ή, -όν, επιδέξιος ή ικανός στην άρνηση, αρνητικός, αποφατικός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαρνητικός: склонный отрицать (ἐ. κάντιλογικός Arph.).

Middle Liddell

ἐξαρνητικός, ή, όν adj [from ἐξαρνέομαι
apt at denying, negative, Ar.

English (Woodhouse)

inclined to deny

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)