ἐπιστράτηγος

From LSJ
Revision as of 08:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστρᾰτηγος Medium diacritics: ἐπιστράτηγος Low diacritics: επιστράτηγος Capitals: ΕΠΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Transliteration A: epistrátēgos Transliteration B: epistratēgos Transliteration C: epistratigos Beta Code: e)pistra/thgos

English (LSJ)

ὁ, viceroy of one of the three provinces of Egypt formed by Ptolemy V, OGI103.4 (ii B.C.), PGiss.36.1 (ii B.C.); also under the Romans, Str.17.1.13, IGRom.1.1141, al.

German (Pape)

[Seite 985] ὁ, der Unterfeldherr, Strsb. XVII, 798; Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστράτηγος: ὁ, ὑποστράτηγος, Ρωμαῖοι... κατὰ τὴν χώραν (τὴν Αἴγυπτον δηλ.) ἐπιστρατήγους τινὰς καὶ νομάρχας καὶ ἐθνάρχας... ἀποδείξαντες, πραγμάτων οὐ μεγάλων ἐπιστατεῖν ἠξιωμένους Στράβων 798, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2285, 4715, 4751 κ. ἀλλ.: ― ἐπιστρατηγέω, ἔχω τοῦτο τὸ ἀξίωμα, αὐτόθι 4701, -04, -05.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Égypte ptol. chef administratif du nome Arsinoïte.
Étymologie: ἐπί, στρατηγός.

Greek Monolingual

ἐπιστράτηγος, ὁ (Α) στρατηγός
1. γενικός διοικητής επαρχίας στην Αίγυπτο
2. (στη Ρώμη) υποστράτηγος.