ἐσκάλισις
From LSJ
Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß
English (LSJ)
εως, ἡ, prob.packing in a wooden crate (cf. κᾶλον), IG4.1485.85 (Epid.); cf. παρκάλισις and perhaps διακάλισις, unless all three words belong to καλινδέω (καλίω).