ἑτοιμοθάνατος

From LSJ
Revision as of 08:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμοθάνᾰτος Medium diacritics: ἑτοιμοθάνατος Low diacritics: ετοιμοθάνατος Capitals: ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: hetoimothánatos Transliteration B: hetoimothanatos Transliteration C: etoimothanatos Beta Code: e(toimoqa/natos

English (LSJ)

[θᾰ], ον, ready for death, Str.15.1.59.

German (Pape)

[Seite 1052] zum Tode bereit, Strab. XV, 1 p. 713; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμοθάνᾰτος: -ον, ἕτοιμος ν’ ἀποθάνῃ, μὴ φοβούμενος τὸν θάνατον, Διαταγ. τῶν Ἀποστ. 2. 14. - ὡς οὐσιαστ., τὸ ἑτοιμοθάνατον, τὸ μὴ φοβεῖσθαι τὸν θάνατον, Στράβ. 713.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτοιμοθάνατος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά στον θάνατο, ο μελλοθάνατος
2. (για λύχνο) αυτός που είναι έτοιμος να σβήσει
μσν.
ο έτοιμος να πεθάνει, δηλ. ο απελπισμένος («ἑτοιμοθάνατοι οὐδὲ ψυχῶν ὑμῶν φείδεσθε», Θεοφάν.)
αρχ.
1. αυτός που είναι έτοιμος ή πρόθυμος να πεθάνει, που δεν φοβάται τον θάνατο, ο ριψοκίνδυνος («οὐ χρὴ οὖν ἑτοιμοθανάτοις προσέχειν», Αποστ. Διατ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτοιμοθάνατον
η προθυμία για θάνατο, το να ριψοκινδυνεύει κάποιος.