ἀδίκευσις
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
εως, ἡ, wrongdoing, = ἐνέργεια κατ' ἀδικίαν, Stoic.3.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδίκευσις: -εως, ἡ, ἀδικία, βλάβη, λέξις Στωϊκή, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 100.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ maldad Chrysipp.Stoic.3.25.