ἀκαμψία

From LSJ
Revision as of 09:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαμψία Medium diacritics: ἀκαμψία Low diacritics: ακαμψία Capitals: ΑΚΑΜΨΙΑ
Transliteration A: akampsía Transliteration B: akampsia Transliteration C: akampsia Beta Code: a)kamyi/a

English (LSJ)

ἡ, inflexibility, Arist. PA654a24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαμψία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκάμπτου, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 2. 8, 9.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ rigidez ἀκανθῶν Arist.PA 654a24.

Greek Monolingual

η (Α ἀκαμψία) ἄκαμπτος
(κυριολεκτικά και μεταφορικά)
η ιδιότητα του άκαμπτου, αλυγισιά, δυσκολία ή αδυναμία κάποιου να λυγίσει
«ακαμψία χειρός», «ακαμψία χαρακτήρος».

Russian (Dvoretsky)

ἀκαμψία:негибкость (τῆς φωνῆς Arst.).