ἀκωδώνιστος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον, not tested, untested Ar.Lys.485.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκωδώνιστος: -ον, = ἀνεξέταστος, ἀδοκίμαστος, Ἀριστοφ. Λυσ. 485, ἴδε κώδων.
Spanish (DGE)
-ον
no sonado de las monedas para comprobar su valor, no ensayado, de ahí fig. no probado ὡς αἰσχρὸν ἀκωδώνιστον ἐᾶν τὸ τοιοῦτον πρᾶγμα Ar.Lys.485, cf. Phryn.PS 51, AB 374.
Greek Monolingual
ἀκωδώνιστος, -ον (Α) κωδωνίζω
αυτός που δεν ερευνήθηκε λεπτομερώς, ο ανεξέταστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκωδώνιστος: неиспытанный, непроверенный: ἀκωδώνιστον ἐᾶν τι Arph. не разобраться в чем-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκωδώνιστος -ον [ἀ-, κωδωνίζω niet onderzocht.