ἀμεθεξία
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ἡ, non-participation, τινός Corn.ND35, Procl. in Prm. p.559S.
German (Pape)
[Seite 120] ἡ, Theilnahmlosigkeit, Cornut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεθεξία: ἡ, τὸ μὴ μετέχειν, τινὸς Κορνοῦτ. περὶ Θ. Φύσ. 35, Διον. Ἀρεοπ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
fil.
1 no participación διὰ τὴν τῆς λιβάδος ἀμεθεξίαν τῶν νεκρῶν Corn.ND 35.
2 no participabilidad τὴν ἀμεθεξίαν λέγω τοῦ ἑνός Procl.in Prm.725.31, ἡ τῆς παναιτίου θεότητος ἀ. Dion.Ar.DN M.3.644B.