ἀμφιτειχής

From LSJ
Revision as of 10:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιτειχής Medium diacritics: ἀμφιτειχής Low diacritics: αμφιτειχής Capitals: ΑΜΦΙΤΕΙΧΗΣ
Transliteration A: amphiteichḗs Transliteration B: amphiteichēs Transliteration C: amfiteichis Beta Code: a)mfiteixh/s

English (LSJ)

ές, encompassing the walls, λεώς A.Th.291.

German (Pape)

[Seite 144] ές (τεῖχος), die Mauer umzingelnd, λεώς Aesch. Sept. 272.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτειχής: -ές, ὁ περιβάλλων τὰ τείχη, λεὼς Αἰσχύλ. Θήβ. 290.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui entoure les remparts.
Étymologie: ἀμφί, τεῖχος.

Spanish (DGE)

-ές que cerca las murallas λεώς A.Th.291.

Greek Monolingual

ἀμφιτειχής, -ές (Α)
αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τειχὴς < τεῖχος.

Greek Monotonic

ἀμφιτειχής: -ές (τεῖχος), αυτός που «αγκαλιάζει», περικυκλώνει τα τείχη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιτειχής: обступивший (городские) стены, т. е. ведущий осаду (λεώς Aesch.).

Middle Liddell

τεῖχος
encompassing the walls, Aesch.