ἀνάριστος
ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names
English (LSJ)
ον, = ἀναρίστητος, Id.VM11, Plb.3.72.3; dinnerless, X.An.1.10.19. Theoc.15.147.
German (Pape)
[Seite 205] = ἀναρίστητος, Xen. neben ἄδειπνοι An. 1, 10, 19; Ggstz ἠριστηκώς Hell. 4, 5, 8 u. öfter; Pol. 3, 71; Theocr. 15, 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάριστος: -ον, ἀναρίστητος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Ξεν. Ἀν. 1. 10, 19, κτλ.· ἴδε ἐν λ. ἀκράτιστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a pas dîné.
Étymologie: ἀ, ἄριστον.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀνήρ- Hsch.; ἀνέρ- Hsch.s.u. ἀνήριστα
• Prosodia: [-ᾱ-]
que no ha almorzado ἄδειπνοι ἦσαν ..., ἦσαν δὲ καὶ ἀνάριστοι X.An.1.10.19, cf. Hp.VM 11, Theoc.15.147, Men.Fr.821, Plb.3.72.3, Plu.2.127e, Gal.15.562, Hsch.
Greek Monolingual
ἀνάριστος, -ον (Α)
ο απρογευμάτιστος, αγευμάτιστος, νηστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άριστον «πρωινό».
ΠΑΡ. αρχ. αναριστία, αναριστώ].
Russian (Dvoretsky)
ἀνάριστος: (ᾱρ) не (по)завтракавший, натощак Xen., Theocr., Polyb., Plut.