ἀνακοιτάζομαι
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
deflower a maiden, Sch.Opp.H.1.390.
Spanish (DGE)
desflorar a una doncella, Sch.Opp.H.1.390.
Greek Monolingual
(Α ἀνακοιτάζομαι)
νεοελλ.
βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα
αρχ.
(κυρίως γι' αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα- + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω να κοιμηθώ». Το νεοελλ. ανακοιτάζομαι < ανα- + κοιτάζομαι, με τη νεοελλ. σημασία του ρ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακοίταγμα].