ἀνθυπείκω

From LSJ
Revision as of 10:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυπείκω Medium diacritics: ἀνθυπείκω Low diacritics: ανθυπείκω Capitals: ΑΝΘΥΠΕΙΚΩ
Transliteration A: anthypeíkō Transliteration B: anthypeikō Transliteration C: anthypeiko Beta Code: a)nqupei/kw

English (LSJ)

yield in turn or mutually, τινί Plu.Cor.18, D.C.45.8.

German (Pape)

[Seite 235] gegenseitig nachgeben, Plut. frat. am. 17 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπείκω: μέλλ. -ξω, ὑπείκω ἐν τῷ μέρει μου, τὰς γνώμας σφῶν ἀκριβῶς εἰδότες... ἀνθυπεῖξάν τινα ἀλλήλοις συμβιβαζόμενοι, ἀμοιβαίως ὑπεχώρησαν πρὸς ἀλλήλους εἴς τινα ζητήματα, Πλουτ. Κορ. 18, κτλ.

French (Bailly abrégé)

céder à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑπείκω.

Spanish (DGE)

ceder a su vez c. dat. τῇ ... βουλῇ σωφρονούσῃ τὸν δῆμον ἀνθυπείξειν Plu.Cor.18, cf. D.C.45.8.2
abs. Plu.2.485b, 487b, 488a.

Greek Monolingual

ἀνθυπείκω (Α) υπείκω
υποχωρώ με τη σειρά μου ή κάνω αμοιβαίες υποχωρήσεις έναντι κάποιου άλλου.

Greek Monotonic

ἀνθυπείκω: μέλ. -ξω, υποχωρώ αμοιβαία, εις ανταπόδοση, τινί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυπείκω: делать взаимные уступки (τινί Plut.); уступать (ἀλλήλοις Plut.).

Middle Liddell

to yield in turn, τινί Plut.