ἀνόφθαλμος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ον, without eyes, Tz.H.3.219.
German (Pape)
[Seite 242] augenlos, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόφθαλμος: -ον, ὁ στερούμενος ὀφθαλμῶν, ἀόμματος, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 219.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene ojos Tz.H.3.222.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀνόφθαλμος, -ον)
νεοελλ.
ως ουσ. ονομασία μικρών κολεό πτερων που ζουν σε σκοτεινούς τόπους
μσν.
ο χωρίς οφθαλμούς.