ἀπέπαντος

From LSJ
Revision as of 10:18, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέπαντος Medium diacritics: ἀπέπαντος Low diacritics: απέπαντος Capitals: ΑΠΕΠΑΝΤΟΣ
Transliteration A: apépantos Transliteration B: apepantos Transliteration C: apepantos Beta Code: a)pe/pantos

English (LSJ)

ον, (πεπαίνω) not ripened, unripe, Thphr.CP2.8.4, AP 9.561 (Phil.), Dsc.5.34; cf. ἀπεπαν[ό] τος· ὁ μὴ παλαιούμενος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέπαντος: -ον, ὁ μὴ πεπανθείς, ὁ μὴ ὡριμάσας, ἄωρος, Θεοφρ. Αἰ. Φ. 2. 8, 4, Ἀνθ. Π. 9. 561. Καθ’ Ἡσύχ. «ἀπέπαντος· ὁ μὴ παλαιούμενος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non mûri, non mûr.
Étymologie: , πεπαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
inmaduro, verde de frutos, Thphr.CP 2.8.4, AP 9.561 (Phil.), Dsc.5.34.

Greek Monolingual

ἀπέπαντος, -ον (Α) πεπαίνω
αυτός που δεν έχει ωριμάσει, ο ανώριμος, ο άγουρος.

Greek Monotonic

ἀπέπαντος: -ον (πεπαίνω), αυτός που δεν έχει ωριμάσει, ο άγουρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέπαντος: несозревший, неспелый (βότρυες Anth.).

Middle Liddell

πεπαίνω
not ripened, unripe, Anth.