Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καναπές

From LSJ
Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349

Greek Monolingual

ο
άνετο μακρύ κάθισμα για πολλά άτομα, ανάκλιντρο, ντιβάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. canape < μσν. γαλλ. conope παραπέτασμα κρεβατιού» < λατ. conopeum «κουνουπιέρα» < αρχ. ελλ. κωνωπ-εῖον «κουνουπιέρα» < κώνωψ.