υδραγωγείο
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
το / ὑδραγωγεῖον, ΝΜΑ, και ὑδραγώγιον ΜΑ ὑδραγωγός
1. τεχνητός αγωγός μεταφοράς νερού
2. (ειδικά) τεχνικό έργο γεφυροποιίας για τη διοχέτευση υδάτινου ρεύματος μέσω εδαφικού βυθίσματος ή κοιλάδας
νεοελλ.
τεχνολ. σύστημα σωλήνων, ορυγμάτων, διωρύγων, σηράγγων και έργων υποστηρίξεως, που χρησιμοποιείται για τη διοχέτευση νερού από τις πηγές του στο κύριο σημείο διανομής.