Κελτοί
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
οἱ, Celts, Hdt.2.33, X.HG7.1.20, Plb.1.13.4:—later Κέλται, Str.4.1.1, etc.:—hence Κελτικός, ή, όν, Celtic, Gallic, Id.3.1.3: —poet. Κελτός, ή, όν, Call.Del.173:—fem. Κελτίς, ίδος, AP10.21 (Phld.); ἡ Κελτική the country of the Celts or Gauls, Arist.HA606b4, Str.4.1.1; ἡ Κελτία Foed. ap. Plb.7.9.6.
Greek (Liddell-Scott)
Κελτοί: οἱ, οἱ κάτοικοι τῆς Γαλατίας, Ἡρόδ. 2. 33, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 20, Πολύβ. (ὅστις μεταχειρίζεται καὶ τὸ Γαλάται)· παρὰ μεταγεν. καὶ Κέλται, Στράβ. 176, Διόδ.· παρὰ Καλλ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 173 Κένται ἀντὶ Κέλται, ὡς φίντατος ἀντὶ φίλτατος·- ἐντεῦθεν Κελτικός, ή, όν, Γαλατικός, Γαλλικός, Στράβ. 137· ποιητ. Κελτός, ή, όν, Κάλλ. εἰς Δῆλ. 173· θηλ. Κελτίς, ίδος, Ἀνθ. ΙΙ. 10. 21·- ἡ Κελτική, ἡ χώρα τῶν Κελτῶν ἢ Γαλατῶν, Γαλατία, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 9· Κ. ἡ ὑπὲρ τῶν Ἄλπεων, καὶ ἡ ἐντὸς τῶν Ἄλπεων, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἡ Κελτία, Συνθήκη παρὰ Πολυβ. 7. 9, 6.
Greek Monotonic
Κελτοί: οἱ, οι Κέλτες, σε Ηρόδ., Ξεν.· απ' όπου, Κελτικός, -ή, -όν, Κελτικός, Γαλατικός, θηλ. Κελτίς, -ίδος, σε Ανθ.