Σιμωνίδης
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
ου and Ion. εω, ὁ, voc. Σιμωνίδη AP6.213 (Simon.):—Simonides, Hdt.5.102, Pl.Prt.339a, etc.:—Adj. Σιμωνίδειος, ον, Simonidean, of Simonides or like Simonides, τρόπος Plu.2.1137f.
Greek (Liddell-Scott)
Σῐμωνίδης: -ου, καὶ Ἰων. εω, ὁ, Δωρ. -δας, α, κλητ. -ίδη (Θεόγνωστ. 469), ὄνομα δύο περιωνύμων ποιητῶν, Ἡρόδ. 5. 102, Πλάτ. Πρωτ. 339Α· Ἀθήν. 460Β, κτλ.· ― ἐπίθ. Σιμωνίδειος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Σιμωνίδην ἢ ὅμοιον αὐτῷ, τρόπος Πλούτ. 2. 1137F.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Simonide, poète lyrique de Kéos.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Σῐμωνίδης: ου, ион. εω ὁ Симонид
1) родом из Аморгоса, ямбический поэт первой половины VII в. до н. э.;
2) родом из Кеоса, лирико-элегический поэт, 656-467 гг. до н. э. Her. etc.