Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔδροσος

From LSJ
Revision as of 10:37, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδροσος Medium diacritics: εὔδροσος Low diacritics: εύδροσος Capitals: ΕΥΔΡΟΣΟΣ
Transliteration A: eúdrosos Transliteration B: eudrosos Transliteration C: eydrosos Beta Code: eu)/drosos

English (LSJ)

ον, with plenteous dew, abounding in water, παγαί E.IA 1517 (lyr.); τόποι Ar.Av.245 (lyr.); νασμοί Aristonous 1.42.

German (Pape)

[Seite 1063] wohlbethaut, wasserreich, παγαί, Eur. I. A. 1517; γῆς τόποι, Ar. Av. 245.

Greek (Liddell-Scott)

εὔδροσος: -ον, ἔχων ἄφθονον δρόσον, ἄφθονον ὕδωρ, πηγαὶ Εὐρ. Ι. Α. 1517· τόποι Ἀριστοφ. Ὄρν. 245.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
humide de rosée, humide.
Étymologie: εὖ, δρόσος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔδροσος, -ον)
γεμάτος δροσιά ή δροσερό νερό («εὔδροσοι παγαί, τόποι, νασμοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρόσος.

Greek Monotonic

εὔδροσος: -ον, αυτός που έχει άφθονη δροσιά, αυτός που έχει άφθονο νερό, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔδροσος:
1) изобилующий водой, многоводный (παγαί Eur.);
2) хорошо орошаемый (τόποι Arph.).

Middle Liddell

εὔ-δροσος, ον
with plenteous dew, abounding in water, Eur., Ar.