ταχυήρης

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠήρης Medium diacritics: ταχυήρης Low diacritics: ταχυήρης Capitals: ΤΑΧΥΗΡΗΣ
Transliteration A: tachyḗrēs Transliteration B: tachyērēs Transliteration C: tachyiris Beta Code: taxuh/rhs

English (LSJ)

ες, fast-rowing, rapid, A.Supp.32 (anap.), Opp.H.4.569.

German (Pape)

[Seite 1076] ες, schnell oder leicht rudernd, ὸχος, Aesch. Suppl. 32.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχυήρης: -ες, ὁ ταχέως κωπηλατούμενος, ταχύς, ὁρμητικός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 33, Ὀππ. Ἁλ. 4. 569.

Greek Monolingual

-ύηρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που κωπηλατείται γρήγορα («ξὺν ὄχῳ ταχυήρει πέμψατε πόντονδε», Αισχύλ.)
2. (κατ' επέκτ.) ταχύς, ορμητικός («αἵ δ' ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος... φυζαλέαι θρώσκουσι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ήρης (ΙΙ) (πρβλ. τρι-ήρης)].

Russian (Dvoretsky)

τᾰχῠήρης: быстро гребущий, т. е. быстроходный (ὄχος Aesch.).