τυραννοφόνος

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννοφόνος Medium diacritics: τυραννοφόνος Low diacritics: τυραννοφόνος Capitals: ΤΥΡΑΝΝΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: tyrannophónos Transliteration B: tyrannophonos Transliteration C: tyrannofonos Beta Code: turannofo/nos

English (LSJ)

ον, slaying tyrants, AP7.388 (Bianor), D.C.44.35.

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννοφόνος: -ον, ὡς τὸ τυραννοκτόνος, ὁ φονεύσας τύραννον, Ἀνθ. Π. 7. 388, Δίων Κ. 44. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τυραννοκτόνος.
Étymologie: τύραννος, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που φονεύει τυράννους, τυραννοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροφόνος.

Greek Monotonic

τῠραννοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που φονεύει τυράννους, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τῠραννοφόνος: ὁ Anth. = τυραννοκτόνος.

Middle Liddell

τῠραννο-φόνος, ον, [*φένω
slaying tyrants, Anth.