ἀποκρεμάζω
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
= ἀποκρεμάννυμι, Suid. s.v. Ὑπέρβολον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρεμάζω: ἀποκρεμάννυμι, μόνον παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ὑπέρβολον.
Spanish (DGE)
colgar tr. βάρος ἀπὸ τῶν τραχήλων ἀπεκρέμαζον Sud.s.u. ὑπέρβολον.