ἀρτηριακός
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
English (LSJ)
ή, όν, of or for the trachea or bronchi, esp. -κή (sc. ἀντίδοτος), ἡ, medicament for their treatment, Plin.HN20.207, 23.136, Gal.13.1; δυνάμεις Androm.ib.14; φάρμακα Aët.8.54; -κὸν ἴσχαιμον styptic for arterial haemorrhage, Id.3.19; ἀ. πάθος, τὰ ἀ., affections of these organs, Paul.Aeg.3.28; ἡ -κή a medicine, Aët.8.54 sq.; ἡ ἀ. κοιλία τῆς καρδίας left ventricle, Placit.4.5.7; ἀ. φωνή, of the human voice, opp. ἡ τῶν ὀργάνων, Nicom.Harm.2.
German (Pape)
[Seite 361] zur Luftröhre, zu den Adern gehörig, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτηριακός: -ή, -όν, ὁ τῆς ἀρτηρίας, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τραχεῖαν ἢ τοὺς βρόγχους, Γαλην. 13. 1· ἀρτ. πάθος, τὰ ἀρτ., τὰ νοσήματα τῶν εἰρημένων ὀργάνων, Παῦλ. Αἰγ. 3. 28· ἡ ἀρτηριακή, φάρμακον πρὸς ἴασιν τῶν ἀρτηριακῶν νοσημάτων, Ἀέτ. σ. 165B, κἑξ.· ἡ ἀρτ. κοιλία τῆς καρδίας Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Πλουτ. 2. 899A.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
artériel.
Étymologie: ἀρτηρία.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): lat. fem. arteriace Plin.HN 20.207, 23.136
medic.
I arterial ἀρτηριακὴ κοιλία τῆς καρδίας el ventrículo arterial del corazón, e.d. el ventrículo izquierdo Placit.4.5.7, ἴσχαιμον ἀρτηριακόν tratamiento para contener la hemorragia arterial Aët.3.19 (cód.).
II 1traqueal φωνή de la voz humana op. al sonido de instrumentos, Nicom.Harm.2.
2 que afecta a la tráquea y vías respiratorias δυνάμεις propiedades curativas de las afecciones respiratorias Androm. en Gal.13.14, φάρμακα Aët.8.55, πάθος Paul.Aeg.3.28.1, διαθέσεις Gp.12.17.13.
3 subst. ἡ ἀρτηριακή medicamento para las afecciones de la tráquea y vías respiratorias περὶ ... κατάρρου καὶ ἀρτηριακῶν καὶ βηχός Paul.Aeg.3.28 tít.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM αρτηριακός, -ή, -όν) αρτηρία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρτηρίες
αρχ.
1. εκείνος ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στην τραχεία και στους βρόγχους
2. το θηλ. ως ουσ. η αρτηριακή
φάρμακα για τη θεραπεία αρτηριακών ανωμαλιών.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτηριᾰκός: кровеносный (κοιλία τῆς καρδίας Plut.).