ἀχορηγησία

From LSJ
Revision as of 10:52, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχορηγησία Medium diacritics: ἀχορηγησία Low diacritics: αχορηγησία Capitals: ΑΧΟΡΗΓΗΣΙΑ
Transliteration A: achorēgēsía Transliteration B: achorēgēsia Transliteration C: achorigisia Beta Code: a)xorhghsi/a

English (LSJ)

ἡ, want of supplies, Plb.5.28.4, 28.8.6.

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Mangel an Zufuhr u. Mitteln überhaupt, Pol. 28, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχορηγησία: ἡ, ἔλλειψις τῶν ἐπιτηδείων, Πολύβ. 28. 8, 6· ἐφθαρμένος τύπος τοῦ ἀχορηγία, αὐτόθι 5. 28, 4.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ falta de recursos materiales Plb.28.8.6.

Greek Monolingual

ἀχορηγησία και ἀχορηγία, η (Α)
έλλειψη προμηθειών ή εφοδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχορηγησία < αχορήγητος και ο τ. αχορηγία < α- στερ. + χορηγία.

Russian (Dvoretsky)

ἀχορηγησία:недостаток или отсутствие средств к существованию Polyb.