ἀφιλόδοξος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, free from conceit or ambition, Id.Rh.2.273S., Lib.p.42 O.; τὸ ἀ. Cic.Att.2.17.2, Ph.2.458.
German (Pape)
[Seite 412] nicht ruhmsüchtig, Cic. ad Att. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλόδοξος: -ον, ὁ μὴ φιλόδοξος, Κικ. π. Ἀττ. 2. 17, 2. - Ἐπίρρ. ξως Κλήμ. Ἀλ. 914.
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de ambición, indiferente a la gloria Phld.Rh.2.273, Lib.p.42, Cic.Att.37.2
•subst. τὸ ἀφιλόδοξον carencia de ambición Ph.2.458.
2 adv. -ως con indiferencia a la gloria εὐγνωμόνως ζητεῖ, ἀφιλονίκως, ἀ. Clem.Al.Str.8.1.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφιλόδοξος, -ον)
αυτός που δεν είναι φιλόδοξος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιλόδοξος: нечестолюбивый Cic.