ἡμερόπιτυς
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
υος, ἡ, cultivated pine, Hsch. s.v. μήκωνες.
German (Pape)
[Seite 1166] υος, ἡ, zahme Fichte, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερόπιτυς: -υος, ἡ, ἡ ἥμερος πίτυς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡμερόπιτυς, -ίτυος, ἡ (Α)
καλλιεργημένο, ήμερο πεύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + πίτυς «πεύκο»].