ἱζηματίας
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
(sc. σεισμός), ου, ὁ, earthquake which causes subsidence, Lyd.Ost.53; v.l. for χας ματίαι in Arist.Mu.396a4.
German (Pape)
[Seite 1244] σεισμός, Erdbeben mit Erdsenkungen, Io. Lyd. ost. p. 188 d.
Greek Monolingual
ἱζηματίας, ὁ (Α)
(ενν. σεισμός) σεισμός που επιφέρει καθιζήσεις, χάσματα της γης, αλλ. χασματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζημα + κατάλ. -ιας].