ἱράομαι
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
Ion. for ἱεράομαι. ἱρέα, ἱρέη, ἱρεία, ἱρηΐη, v. ἱέρεια. ἴρερος, v.l. for εἴρερος. ἱρεύς, ἱρεύω, ἱρήϊον, Ion. and Ep. for ἱερ-.
German (Pape)
[Seite 1262] = ἱεράομαι, ion.. wie ἱρεύς, ἱρεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἱράομαι: Ἰων. ἀντὶ ἱεράομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἱεράω.
Greek Monotonic
ἱράομαι: Ιων. αντί ἱεράομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἱράομαι: ион. = ἱεράομαι.