ἰσόδομος

From LSJ
Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόδομος Medium diacritics: ἰσόδομος Low diacritics: ισόδομος Capitals: ΙΣΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: isódomos Transliteration B: isodomos Transliteration C: isodomos Beta Code: i)so/domos

English (LSJ)

ον, of walls, built in equal courses, Vitr.2.8.6, Plin.HN36.171.

German (Pape)

[Seite 1264] gleichgebau't, aus regelmäßigen, gleichgroßen Steinen gebau't, Vitruv. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόδομος: -ον, ἐπὶ τοίχου, ᾠκοδομημένος κατὰ (κανονικὰς) ἴσας σειράς, ἀντίθετον τῷ ψευδισόδομος, ᾠκοδομημένος κατ’ ἀνίσους σειράς, Πλίν. 36. 51, Βιτρούβ. 2. 8. § 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόδομος, -ον)
(για τοίχο) ο κτισμένος κατά ίσους δόμους, δηλαδή με σειρές λίθων ίσου μεγέθους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ισόδομο
η ισοδομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δομος (< δόμος), πρβλ. μεσόδομος, υψίδομος].