ὀκτάγωνος
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ον, eight-cornered, Gem.2.15, Nicom.Ar.2.11, Alex. Trall.8.2 :
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάγωνος: -ον, ὁ ἔχων ὀκτὼ γωνίας, Νικομ. Ἀριθμ. 2· ὁ Ὀκτάγωνος, οἰκοδόμημά τι ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἦλθον εἰς τὸν Ὀκτάγωνον Χρον. Πασχάλ. 622, 22· θηλ. ἡ Ὀκτάγωνος, ὑφῆψαν τὴν Ὀκτάγωνον αὐτόθι 623, 3, ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
και οχτάγωνος, -η, -ο (ΑΜ ὀκτάγωνος, -ον)
1. αυτός που έχει οκτώ γωνίες («οκτάγωνο κτίσμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάγωνο
μαθ. το σχήμα που έχει οκτώ γωνίες και οκτώ πλευρές, αλλ. οκτάπλευρο
μσν.
1. (το ουδ. αλλά και το αρσ. ως ουσ.) οικοδόμημα στην Κωνσταντινούπολη με οκταγωνικό σχήμα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ὀκτάγωνος
αίθουσα στο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης με οκταγωνικό σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -γωνος (< γωνία), πρβλ. επτά-γωνος].