ὀρνιθικός
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ή, όν, of or for birds, τροφή Luc.Gall.5.
German (Pape)
[Seite 383] den Vögeln eigen (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πτηνά, τροφὴ Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre aux oiseaux, qui convient aux oiseaux.
Étymologie: ὄρνις.
Greek Monolingual
ὀρνιθικός, -ή, -όν (Α) [[όρνις, -ιθος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πτηνά.
Greek Monotonic
ὀρνῑθικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα πουλιά, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθικός: птичий (τροφή Luc.).
Middle Liddell
ὀρνῑθικός, ή, όν
of or for birds, Luc.