ὁμοιοταχής

From LSJ
Revision as of 11:02, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοτᾰχής Medium diacritics: ὁμοιοταχής Low diacritics: ομοιοταχής Capitals: ΟΜΟΙΟΤΑΧΗΣ
Transliteration A: homoiotachḗs Transliteration B: homoiotachēs Transliteration C: omoiotachis Beta Code: o(moiotaxh/s

English (LSJ)

ές, moving with equal velocity, Sch.Arat.19. Adv. -χῶς Arist.Mu.392a14 (v.l. ὁμοταχῶς).

German (Pape)

[Seite 336] ές, von gleicher Geschwindigkeit, Sp., Adv., ὁμοιοταχῶς κινεῖσθαί τινι, Arist. mund. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοτᾰχής: -ές, ὁ ἐξ ἴσου ἢ ὁμοίως ταχύς, Σχολ. εἰς Ἄρατ. 19. Ἐπίρρ. -χῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7.

Greek Monolingual

ὁμοιοταχής, -ές (Α)
αυτός που κινείται με την ίδια ταχύτητα σε σχέση με έναν άλλο, ισοταχής.
επίρρ...
ὁμοιοταχῶς (Α)
με την ίδια ταχύτητα, ισοταχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ταχής (< τάχος)].