ὁλκίον
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
v. ὁλκεῖον.
German (Pape)
[Seite 323] τό, soll Soph. frg. 388 für πηδάλιον gebraucht haben, Poll. 10, 134; sonst, wie ὁλκεῖον (w. m. vgl.), von einem weiten Gefäße, Pol. 31, 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλκίον: ἴδε ἐν λέξ. ὁλκεῖον.
Greek Monotonic
ὁλκίον: τό (ἕλκω), αγγείο ή λεκάνη, σε Πλούτ.