ὄστινος
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
η, ον, (ὀστέον) Att. form of ὀστέϊνος (q.v.) acc. to Poll.2.232, Phot., found in Arist.PA692b18 codd., Gal.18(1).237; τὰ ὄστινα bone-pipes, ὀστίνοις φυσᾶν Ar.Ach.863 (spoken by a Boeotian).
German (Pape)
[Seite 399] = ὀστέϊνος, Ar. Ach. 828; Poll. 2, 232; Lob. Phryn. 262.
Greek (Liddell-Scott)
ὄστῐνος: -η, -ον, (ὀστέον) Ἀττ. τύπος τοῦ ὀστέϊνος, (ὃ ἴδε)· τὰ ὄστινα, Λατ. tibiae, ἐξ ὀστῶν αὐλοί, ὀστίνοις φυσᾶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 863. - ἴδε Κόντου Φιλολ. σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 315.
Greek Monotonic
ὄστῐνος: -η, -ον (ὀστέον), Αττ. τύπος του ὀστέϊνος· τὰ ὄστινα, Λατ. tibiae, αυλοί φτιαγμένοι από κόκαλο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὄστῐνος, η, ον ὀστέον attic form of ὀστέϊνος
τὰ ὄστινα, Lat. tibiae, bone-pipes, Ar.