ὡρογράφος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, writing history by seasons or years, annalist, Plu.2.869a; also précis=writer (or perhaps postmaster), POxy. 710 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὡρογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ἱστορίαν κατὰ ἐποχὰς ἢ ἔτη, χρονογράφος, Πλούτ. 2. 869Α. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρογράφοι· ἱστοριογράφοι, τὰ κατ’ ἔτος πραττόμενα γράφοντες. Ὧροι γὰρ οἱ ἐνιαυτοί»· -ὡρογραφίαι, αἱ, χρονικά, Διόδ. 1. 26, ἔνθα ἴδε Wessel.· πρβλ. ὧρος (ἔτος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui écrit (l’histoire) par ordre d’années, l’annaliste, particul. l’annaliste municipal.
Étymologie: ὧρος, γράφω.
Russian (Dvoretsky)
ὡρογράφος: (ᾰ) ὁ ὦρος летописец, анналист Plut.