ἔντριψις

From LSJ
Revision as of 14:50, 2 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντριψις Medium diacritics: ἔντριψις Low diacritics: έντριψις Capitals: ΕΝΤΡΙΨΙΣ
Transliteration A: éntripsis Transliteration B: entripsis Transliteration C: entripsis Beta Code: e)/ntriyis

English (LSJ)

εως, ἡ, A rubbing in, of cosmetics, X.Cyr.1.3.2; ἀσβόλου Hld.6.11.
II cosmetic, Ael.VH12.1.

German (Pape)

[Seite 858] ἡ, das Einreiben, bes. χρώματος, das Schminken, Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. Sp., wie Heliod. 6, 11; die Schminke selbst, Ael. V. H. 12, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντριψις: -εως, ἡ, τὸ ἐντρίβειν ψιμύθιονἄλλο τι εἰς τὸ πρόσωπον, κεκοσμημένον καὶ ὀφθαλμῶν ὑπογραφῇ καὶ χρώματος ἐντρίψει Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2. ΙΙ. ψιμύθιον, ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d’oindre, particul. de farder;
2 p. ext. fard.
Étymologie: ἐντρίβω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 untura, aplicación gener. de cosméticos κεκοσμημένος χρώματος ἐντρίψει X.Cyr.1.3.2, cf. Anat.Exc.3, ἀσβόλου τε ἐντρίψει καὶ πηλοῦ καταχρίσει μολύνασα (τὸ πρόσωπον) Hld.6.11.3.
2 concr. cosmético, afeite διαπεποικιλμέναι τὰ πρόσωπα ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Ael.VH 12.1.

Greek Monotonic

ἔντριψις: -εως, ἡ (ἐντρίβω), τρίψιμο, προστριβή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἔντριψις: εως ἡ втирание (χρώματος Xen.).

Middle Liddell

ἔντριψις, εως n ἐντρίβω
a rubbing in, Xen.