ἐπιθρήνησις
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
εως, ἡ, lamentation over, Plu.2.611a (pl.).
German (Pape)
[Seite 943] ἡ, das Weinen, Klagen dabei, darüber, Plut. Consol. ad ux. 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
lamentation sur.
Étymologie: ἐπιθρηνέω.
Greek Monolingual
ἐπιθρήνησις, ἡ (Α) επιθρηνώ
θρήνος για κάτι.