θρόνωσις

From LSJ
Revision as of 15:05, 2 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρόνωσις Medium diacritics: θρόνωσις Low diacritics: θρόνωσις Capitals: ΘΡΟΝΩΣΙΣ
Transliteration A: thrónōsis Transliteration B: thronōsis Transliteration C: thronosis Beta Code: qro/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,= θρονισμός, enthronement of the newly initiated, at the mysteries of the Corybantes, Pl.Euthd.277d.

German (Pape)

[Seite 1220] ἡ, das auf den Stuhl Setzen; Plat. Euthyd. 277 d θρόνωσιν ποιεῖν περὶ τοῦτον, ὃν ἂν μέλλωσι τελεῖν, von der Aufnahme in die korybantischen Mysterien; der Aufgenommene wurde auf einen Stuhl gesetzt u. von den Korybanten umtanzt.

Greek (Liddell-Scott)

θρόνωσις: -εως, ἡ, = θρονισμός, ὁ ἐνθρονισμὸς τῶν νεωστὶ μυηθέντων εἰς τὰ μυστήρια τῶν Κορυβάντων, Πλάτ. Εὐθυδ. 277D, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Ἀγλαοφ. 116.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire asseoir (cérémonie d'initiation aux mystères des Corybantes).
Étymologie: θρονόω.

Greek Monolingual

θρόνωσις, ἡ (Α) θρονούμαι
ο ενθρονισμός αυτών που είχαν μυηθεί στα μυστήρια τών Κορυβάντων.

Greek Monotonic

θρόνωσις: -εως, ἡ, ο ενθρονισμός των μελών που μυήθηκαν πρόσφατα στα μυστήρια, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

θρόνωσις: εως ἡ троноз, усаживание (обряд посвящения в число корибантов: посвящаемого усаживали на особый θρόνος, и вокруг него устраивалась священная пляска членов братства) Plat.

Middle Liddell

θρόνωσις, εως [from θρόνος
the enthronement of the newly initiated at the mysteries, Plat.