ἀκόνα
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (Slater)
ᾰκόνα whetstone φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν i. e. Lampon, who trained his sons (I. 6.73) met. δόξαν ἔχω τινἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας (Bergk: ἀκόνας λιγυρᾶς codd.: sens. dub., a reputation for clear sounding whetting of the praises of men? ) (O. 6.82)