νικαφόρος
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
Doric for νικηφόρος.
English (Slater)
νῑκᾱφόρος, -ον victorious τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου (O. 2.5) νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν (O. 13.14) νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (P. 8.26) ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος (N. 1.7) βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67) γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων (I. 1.22) pro subs., victor νικαφόροις ὁμιλεῖν (O. 1.115)