γλυκυσίδη
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, peony (γλυκυσίδη ἄρρην = Paeonia officinalis, γλυκυσίδη θήλεια = Paeonia corallina, Dsc.3.140), Hp.Superf.33, Mul.2.136, Pl.Com.61, Thphr.HP9.8.6.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκῠσίδη: [ῑ], ἡ, εἶδος φυτοῦ, ἡ παιωνία, Πλάτ. Κωμ. Κλεοφ. 5, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 9. 8, 6.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pivoine, plante.
Étymologie: γλυκύς.
Spanish (DGE)
(γλῠκῠσίδη) -ης, ἡ
• Grafía: graf. γλυκι- Cyran.1.3.1
• Prosodia: [-ῑ-]
bot. peonía, Paeonia sp., Hp.Superf.33, Mul.2.136, Pl.Com.62, Thphr.HP 9.8.6, Nic.Th.940, Seleuc.46, Cyran.l.c., Plin.HN 27.84, Scrib.Larg.166, Ps.Apul.Herb.65.9, Isid.Etym.17.9.48, Phot.γ 152
•γ. ἄρρην peonía macho, Paeonia mascula (L.) Miller, Dsc.3.140
•γ. θήλεια peonía hembra, Paeonia officinalis L., Dsc.3.140.
Greek Monolingual
γλυκυσίδη, η (Α)
το φυτό παιωνία, πηγούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + σίδη «γένος φυτών»].