μοσχίον
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
τό, Dim. of μόσχος (B), young calf, Ephipp.15.12, Theoc.4.4,44, PGoodsp.Cair. 30 ii 10 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 209] τό, dim. von μόσχος, Kälbchen; Ephipp. bei Ath. VIII, 359 (v. 12); Theocr. 4, 4. In VLL. auch = μοσχίδιον.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχίον: τό, ὑποκορ. τοῦ μόσχος (Β), μικρὸς μόσχος, μοσχάριον, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις» 1, Θεόκρ. 4. 4, καὶ 44.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit veau.
Étymologie: μόσχος.
Greek Monolingual
μοσχίον, τὸ (Α) μόσχος (Ι)]
μικρός μόσχος, μοσχαράκι.
Greek Monotonic
μοσχίον: τό, υποκορ. του μόσχος Β, νεαρό μοσχάρι, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
μοσχίον: τό молодой теленок, теленочек Theocr.