ἀκατάγνωστος

Revision as of 16:51, 19 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "=**† " to "=")

English (LSJ)

ον, not to be condemned, LXX 2 Ma.4.47, Ep.Tit. 2.8, CIG1971 (Thessalonica), IG14.2139; σύμβιος Keil-Premerstein Zweiter Bericht 225 (iii A. D.). Adv. -τως unexceptionably, λογιστεύσας IG5(2).152 (Tegea, iii A. D.), cf. POxy.140.15 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάγνωστος: -ον, ὃν δὲν πρέπει νὰ καταδικάσῃ τις, Μακκαβ. Β΄, δ΄, 47, Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. β΄, 8, Συλλ. Ἐπιγρ. 1971b. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 728. - Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non condamné, acquitté;
2 non condamnable.
Étymologie: , καταγιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no condenado LXX 2Ma.4.47, cf. Ath.Al.Decr.32.3.
2 irreprochable, intachable de pers., ref. familiares difuntos IG 10(2).1.623D (I d.C.), IUrb.Rom.1391.3 (II/III d.C.), σύμβιος TAM 5.224 (II d.C.), de abstr. λόγος Ep.Tit.2.8, ἀξίωσις Didym.in Ps.cat.118.170, προαίρεσις SB 11239.9 (V d.C.)
subst. τὸ ἀ. irreprochabilidad Basil.M.31.1300D.
II adv. -ως intachablemente λογιστεύσας IG 5(2).152 (Tegea III d.C.), ἔζησεν Const.App.8.25.2, ἀμέμπτως καὶ ἀόκνως καὶ ἀ. POxy.2478.19 (VI d.C.), τὰ ἔργα πάντα ἀ. ποιεῖσθαι BGU 840.1, cf. POxy.140.15, PGiss.56.15, PStras.40.42 (todos VI d.C.).

English (Abbott-Smith)

ἀκατάγνωστος, -ον (< καταγινώσκω), [in LXX: II Mac 4:47;]
not open to just rebuke, irreprehensible: Tit 2:8 (v. Cremer, 676; and for other exx., MM, VGT, s.v.). †

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of καταγινώσκω; unblamable: that cannot be condemned.

English (Thayer)

(καταγινώσκω), that cannot be condemned, not to be censured: 2 Maccabees 4:47, and several times in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ἀκατάγνωστος, -ον (AM) καταγιγνώσκω
1. ακατηγόρητος, ακαταδίκαστος
2. αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο ανεπίληπτος
επίρρ. ἀκαταγνώστως
κατά τρόπο ανεπίληπτο, αλλά και χωρίς εξαίρεση.

Greek Monotonic

ἀκατάγνωστος: -ον (καταγιγνώσκω), αυτός που δεν πρέπει να καταδικαστεί, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάγνωστος: безукоризненный, неопровержимый (λόγος NT).

Middle Liddell

καταγιγνώσκω
not to be condemned, NTest.

Chinese

原文音譯:¢kat£gnwstoj 阿-卡他-格挪士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向下-知道的
字義溯源:無可指責,不受玷辱,不被責難;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καταγινώσκω)=責備)組成;其中 (ἔσθησις)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(γινώσκω)*=知道)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 無可指責(1) 多2:8