ἀρκτικός

From LSJ
Revision as of 07:15, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρκτικός Medium diacritics: ἀρκτικός Low diacritics: αρκτικός Capitals: ΑΡΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: arktikós Transliteration B: arktikos Transliteration C: arktikos Beta Code: a)rktiko/s

English (LSJ)

(A), ή, όν, A (ἄρκτος 1.2) near the Bear, arctic, northern, πόλος Arist.Mu.392a3; κύκλος Hipparch.1.7.6, etc.: pl., Gem.5.10; -κά, τά, the northern constellations, Str.1.1.21: Comp. -ώτερος ib. 12, Gem.14.10: Sup., Str.1.1.6. II connected with the Great Bear, δύναμις PMag.Par.1.1275.
ἀρκτικός (B), ή, όν, (ἄρχομαι) A initial, placed at the beginning, of a sentence, A.D.Synt.28.19; ἀ. τεθεὶς σύνδεσμος Demetr.Eloc.56; of a word, συλλαβή Heph.1. 2 originative, c. gen., πυρετοῦ Gal. 17(2).299.
ἀρκτικός (C), ή, όν, (ἄρχω) A imperious, Vett.Val.9.16.

German (Pape)

[Seite 354] anfangend, Apoll. pron. 309, 6. nördlich, Pol. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρκτικός: -ή, -όν, παρὰ τὴν ἄρκτον, ἀρκτικός, βόρειος, πόλος ἀρκτικὸς Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 5, Πολύβ. παρὰ Στράβ. 96· ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει Συλλ. Ἐπιγρ. 4449.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
arctique, septentrional.
Étymologie: ἄρκτος.
2ή, όν :
t. de gramm. initial.
Étymologie: ἄρχω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 ártico, septentrional πόλος Arist.Mu.392a3, Hippol.Haer.4.47.2, κύκλος Hipparch.1.7.6, Eudox.Fr.64a, plu., Gem.5.10, ὠκεανός D.C.44.43.1, μέρος IGLS 465.6 (Antioquena I d.C.), ἀρκτικωτέρα ... ἡ Κύζικος τῆς Κολοφῶνος Sch.Nic.Al.7a, τὰ ... ἀρκτικώτερα (ἄστρα) Gem.14.10, ἀπὸ τοῦ ἀρκτικωτάτου στόματος Ptol.Geog.3.10.17
subst. ὁ ἀ. el circulo ártico ὁ ... ἀ. ἐστι δύσεως καὶ ἀνατολῆς ὅρος el círculo ártico es el límite del levante y el poniente Str.1.1.6, cf. Plu.2.429f, 888c, plu., Str.1.1.21.
2 de la Osa Mayor ἀρκτικὴ δύναμις o simpl. ἀρκτική en los papiros mágicos invocando la constelación ἀ. δύναμις πάντα ποιοῦσα PMag.4.1275, 1331, cf. 7.686.
-ή, -όν
I 1inicial, colocado al principio σύμφωνα Heracl.Mil.Gramm.Pap.21.25, σύνταξις τῶν ἄρθρων A.D.Synt.137.1, σύνθεσις A.D.Synt.180.6, τόνος A.D.Synt.308.14, ἀ. ... τεθεὶς ὁ σύνδεσμος Demetr.Eloc.56, cf. Heph.1, EM 489.26G., lat. inchoatiuus Charis.252
subst. τὸ ἀρκτικὸν τῆς ... συλλαβῆς Aristid.Quint.43.17.
2 que da origen a c. gen. πυρετοῦ Gal.17(2).299.
II astrol. dominante λέων Vett.Val.9.9.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό (AM ἀρκτικός, -ή, -όν) άρκτος
ο βόρειος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀρκτικά
οι βόρειοι αστερισμοί.
(II)
-ή, -ό (Α ἀρκτικός, -ή, -όν) άρχομαι
νεοελλ.
γραμμ. συνήθ. στον πληθ. οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι υπόλοιποι
αρχ.
ο αρχικός.

Russian (Dvoretsky)

ἀρκτικός: арктический, северный (πόλος Arst.; ζώνη Plut.).