Τύχων
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
[ῠ], ωνος, ὁ, (τύχη) a name of Hermes, Inscr.Magn.203 (iii B. C.), Hsch., Theognost.Can.33; of Priapus, D.S.4.6 A (v.l. Τυφῶνα) ; [Πρίαπος] ἔοικε… Τύχωνι Str.13.1.12; defined as δαίμων περὶ τὴν Ἀφροδίτην, Choerob. in Theod.1.274 H.; he is the giver of small gifts to mortals, AP9.334 (Pers.), cf. Apolloph.1 D. 2 name of the deified lance of Alexander of Pherae, Plu.Pel.29.
Greek (Liddell-Scott)
Τύχων: [ῠ], ωνος, ὁ, (τύχη) ὁ θεὸς τῆς τύχης, ὡς Τύχη, ἡ θεά, Στράβ. 588, ὅστις φαίνεται ὅτι σχετίζει αὐτὸν πρὸς τὸν Πρίαπον, οὐδὲ γὰρ Ἡσίοδος οἶδε Πρίαπον, ἀλλ’ ἔοικε τοῖς Ἀττικοῖς Ὀρθάνῃ καὶ κονισάλῳ καὶ Τύχωνι καὶ τοῖς τοιούτοις Διόδ. 4. 6· ὅθεν τινὲς παράγουσι τὴν λέξιν ἐκ τοῦ τεύχω, ὁ ποιῶν, δημιουργῶν, πρβλ. Wessel. ἐν τόπῳ.· - ἀλλ’ ἕτεροι σχετίζουσιν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἑρμῆν, Κλήμ. Ἀλεξ. 80. Παρά τε τῷ Διοδώρῳ καὶ τῷ Κλήμεντι τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι Τύφωνα.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
1. προσωνυμία του Ερμού
2. προσωνυμία του Πριάπου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. τυχ- του τυ-γ-χάνω + επίθημα -ων (πρβλ. Σόλων)].
Russian (Dvoretsky)
Τύχων: ωνος (ῠ) ὁ Тихон (бог случая, судьбы и счастья) Anth.