ὑπέρπαχυς

From LSJ
Revision as of 15:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρπᾰχυς Medium diacritics: ὑπέρπαχυς Low diacritics: υπέρπαχυς Capitals: ΥΠΕΡΠΑΧΥΣ
Transliteration A: hypérpachys Transliteration B: hyperpachys Transliteration C: yperpachys Beta Code: u(pe/rpaxus

English (LSJ)

υ, exceedingly fat, Hp.Aër.15, Plu.Cat.Ma.9; very thick, πλῆθος ὑ., of πτισάνη, Hp.Acut.11; of ships, with very thick timbers, D.C.49.1. (In Hp.Aër. l. c. nom. pl. -πάχητες, v.l. -πάχυτες.)

German (Pape)

[Seite 1200] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπᾰχυς: υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν παχύς, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ σκάφη)» Δίων Κ. 49. 1.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. εως;
excessivement gras.
Étymologie: ὑπέρ, παχύς.

Greek Monolingual

-εία, -υ / ὑπέρπαχυς, -εῖα, -υ, ΝΜΑ παχύς
υπερβολικά παχύς, τετράπαχος
μσν.-αρχ.
(για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, ογκώδης («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ σκάφη]», Δίων Κάσσ.).

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρπᾰχυς: υ adj. необыкновенно тучный Plut.