συγκαταφεύγω

From LSJ
Revision as of 19:25, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταφεύγω Medium diacritics: συγκαταφεύγω Low diacritics: συγκαταφεύγω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΦΕΥΓΩ
Transliteration A: synkatapheúgō Transliteration B: synkatapheugō Transliteration C: sygkatafeygo Beta Code: sugkatafeu/gw

English (LSJ)

flee to for safety together, εἰς τὸ ἱερόν Ath.13.593b; πρὸς τὰς ἁμάξας D.C.38.33.

German (Pape)

[Seite 966] (s. φεύγω), mit hineinflichen, um sich zu retten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταφεύγω: καταφεύγω χάριν ἀσφαλείας πρός τι, εἰς τὸ ἱερὸν Ἀθήν. 593Β· πρὸς τὰς ἁμάξας Δίων Κ. 38. 33.

Greek Monolingual

Α
πηγαίνω για ασφάλεια στο ίδιο καταφύγιο με άλλον («εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν συγκατέφυγε», Αθήν.).